- ἠλέκτρων
- ἤλεκτρονamberfem gen plἤλεκτρονambermasc gen plἤλεκτρονamberneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
AURI Flos — nonnullis electrum dicitur, aurum videl. argento mixtum. Hesych et Suidas, Α᾿νθέμιον, ἤλεκτρον χρυσίου. Unde Plin. l. 33. c. 4. 5. argentum auri scoriam appellat: alii spumam. Hinc ramenta in aurum spumantia apud Manilium, l. 5. de Auricoctore… … Hofmann J. Lexicon universale
ELECTRUM — Graecis Ἤλεκτρον, vox est ἐκ τῶ πολλὰ σημαινουσῶν. Apud Aristophan. enim Equit. Ἐκπιπτουσῶν τῶ ἠλεκτρων, καὶ τȏυ τόνου οὐκέτ᾿ ενόντος, Ἤλεκτραclavi sunt ex electro, quibus muniebantur pedes lectorum. Electrum enim spuma auri seu purgamentum… … Hofmann J. Lexicon universale
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek